επιτηρητής

επιτηρητής
ο , επιτηρήτρια η
1) надзиратель, -ница; надсмотрщи|к, -ца; смотритель, -ница, хранитель (музея и т. п.); 2) инспектор, -риса;

επιτηρητής αίθουσας — смотритель зала (в музее)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιτηρητής" в других словарях:

  • ἐπιτηρητής — watcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτηρητής — ο (και θηλ. επιτηρήτρια) (AM ἐπιτηρητής) [επιτηρώ] αυτός που τού έχει ανατεθεί επιτήρηση, φύλακας, φρουρός, επόπτης μσν. 1. αξίωμα τών μοναχών 2. διοικητής αρχ. μσν. επιστάτης εισπράξεως φόρων …   Dictionary of Greek

  • επιτηρητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που επιτηρεί από δική του θέληση ή ύστερα από εντολή, επόπτης, φύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτηρηταῖς — ἐπιτηρητής watcher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρηταί — ἐπιτηρητής watcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρητήν — ἐπιτηρητής watcher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρητῶν — ἐπιτηρητής watcher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρητάς — ἐπιτηρητά̱ς , ἐπιτηρητής watcher masc acc pl ἐπιτηρητά̱ς , ἐπιτηρητής watcher masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρκτούρος — (Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του… …   Dictionary of Greek

  • έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσκοπος — ἀνεπίσκοπος, ον (Α) ο χωρίς επίβλεψη, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίσκοπος «αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει, ο επιτηρητής»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»